καταλόγι

καταλόγι
το (Μ καταλόγιον) [καταλέγω]
(και στον πληθ.) τα καταλόγια
αινίγματα, παροιμίες
νεοελλ.-μσν.
1. δημοτικό ερωτικό τραγούδι
2. έμμετρη αφήγηση, στιχούργημα
3. μοιρολόγι
4. προφητεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • καταλογίτσιν — καταλογίτσιν, τὸ (Μ) σύντομο παραπονετικό στιχούργημα με ερωτικό περιεχόμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλόγι + υποκορ. κατάλ. ίτσιν, πρβλ. κρομμυδ ίτσιν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”